βίος

βίος
βίος, ου, ὁ (s. βιόω; Hom.+; Hermas prefers ζωή ) ‘life’ in its appearance and manifestations freq. distinguished from ζωή, the condition of being alive, cp. Plotin. 3, 7, 11, 4; Schmidt, Syn. 327–30. Although there is freq. overlapping in usage, βίος may be said to denote the manner in which one’s ζωή finds expression (cp. Plut., Mor. 114d τῆς ζωῆς βίος), and the latter term may be used to connote quality of existence as such (cp. IPriene 105, 10 the birth of Augustus marked the ‘beginning of life (βίος) and living (ζωή)’; s. also line 49; cp. Od. 15, 491; X. Mem. 3, 3, 11 and Cass. Dio 69, 19 ‘Here lies Similis, alive [βιόω] for a number of years, but really living [ζάω] for seven’.). Hence, as the semantic history shows, the loss of βίος need not terminate ζωή (q.v.).
life and activity associated w. it, life (Hdt. 6, 109, 3; cp. Aeschyl., Prom. 537 al.; pap, LXX) 2 Cl 1:6. χρόνος τοῦ βίου time of life 1 Pt 4:3 v.l. εἰσέρχεσθαι εἰς τὸν β. come to life Dg 1 of a new way of living. ἀποτάσσεσθαι τῷ βίῳ bid farewell to life (as the world knows it) IPhld 11:1; ὁ νῦν β. the present life (Ael. Aristid. 30, 20 K.=10 p. 121 D.) 2 Cl 20:2 and its ἡδοναί pleasures (cp. Jos., Ant. 4, 143) Lk 8:14; IRo 7:3. Contrasted w. it is life beyond the grave μέλλων β. (Diod S 8, 15, 1; Maximus Tyr. 41, 5f) 2 Cl 20:2 or ἄλλος β. (Sallust. 18 p. 34, 10 ἕτερος β., which involves punishment; Jos., C. Ap. 2, 218 β. ἀμείνων) IEph 9:2 (ὅλον cj.). αἱ τ. βίου πραγματεῖαι the affairs of everyday life 2 Ti 2:4. W. qualifying terms denoting personal conduct (Himerius, Or. 41 [=Or. 7], 1 ἥμερος β.; BGU 372 II, 2 ἀνδράσι πονηρὸν καὶ λῃστρικὸν βίον ποιουμένοις; Wsd 4:9; 5:4; 4 Macc 1:15; 7:7; 8:8 Ἑλληνικὸς β.) ἄνομος β. MPol 3. Opp. ἐνάρετος β. 1 Cl 62:1; β. παράσημον ἀσκεῖν lead a strange/outlandish life Dg 5:2. Pl. of the way of life of several pers. (Diod S 3, 34, 8; 3, 35, 1; Strabo 3, 3, 7; Jos., Vi. 256b) 5:10. Prob. 1 Ti 2:2 has a sim. thrust lead an orderly life (= one that does not disturb the peace) ἡσύχιον β. διάγειν (Ath. 37, 1; cp. PSI 541 ἵνα εὐσχημονῶν κ. ἀνέγκλητος … τὸν βίον ἔχω).
(Hes. et al.; Hdt., X.) resources needed to maintain life, means of subsistence (UPZ 14, 32 [158 B.C.]; Pr 31:14) Dg 5:4. Specif. property (Eur., Suppl. 861 in Diog. L. 7, 22; Diod S 12, 40, 3; Vett. Val. index; SIG 708, 33; 762, 40; PCairPreis 2, 13; PGM 13, 636f αὔξησόν μου τὸν βίον ἐν πολλοῖς ἀγαθοῖς; SSol 8:7; 2 Esdr 7:26; Jos., Ant. 1, 326) Mk 12:44; Lk 8:43; 15:12, 30; 21:4 (Julian, Anth. Pal. 6, 25, 5f: the insignificant gift of poor Cinyres to the nymphs was his ὅλος βίος); β. τοῦ κόσμου worldly goods 1J 3:17. ἀλαζονεία τοῦ β. 2:16.—B. 285; 769. Schmidt, Syn. IV 40–53. DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη …   Dictionary of Greek

  • βιος, ο — και το βλ. βιο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιός — bow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — life masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”